Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

ένα πρωί που μοιραστήκαμε ένα βαγόνι τρένου

Τώρα θα δεις τι θα πάθεις.

Σχεδόν της το είπα. Το ψιθύρισα. Στα ελληνικά γι’ αυτό δεν ξέρω τι κατάλαβε.

Οι θέσεις κατά μήκος του βαγονιού, οι πλάτες στο παράθυρο και εκείνη έχει πιάσει μια στο κέντρο ακριβώς. Λες και πήρε την κορδέλα και μέτρησε. Τόσο από εδώ, τόσο από εκεί, εδώ θα κάτσω. Έχει ένα σπιράλ τετράδιο στα χέρια της, δηλαδή στα πόδια της. Το στηρίζει στα γόνατά της πάνω από ένα εμπριμέ κολάν, που με τέτοιο σχέδιο και τέτοιο χρώμα έπρεπε να είναι φουστάνι. Φουστάνι να μπλέκεται και να χαϊδεύει τα πόδια της όταν θα στέκεται στην αποβάθρα καθώς θα φεύγει το τρένο. Σημειώνει με μαύρο στυλό. Here στο UK only μαύρο με ενημέρωνε πριν δύο μήνες η κυρία στο job center. Γράφει, και ό,τι γράφει του περνάει μια γραμμή από πάνω. Δε γράφει ό,τι σκέφτεται. Γράφει ό,τι βλέπει. Μια κυρία απέναντι της που λύνει σταυρόλεξο, έναν νεαρό που χαϊδεύει με το δάχτυλο το κινητό του, έναν ηλικιωμένο που γυροφέρνει το βρεγμένο καπέλο του στα χέρια, εμένα. Παίρνει μια λέξη από εμένα, μια από τον κύριο, μια από το νεαρό, μια από την κυρία και τις γράφει με μαύρο στυλό στο σπιράλ τετράδιο. Μπαίνει, βγαίνει κόσμος και εκείνη γράφει και μετά τραβάει γραμμές.

Τα μαλλιά της κακές μπούκλες. Ούτε μακριά ούτε κοντά, μέχρι λίγο κάτω από τα αυτιά της. Μπερδεμένες και άσπρες μόνο πάνω από το μέτωπο, καστανόξανθες και χτενισμένες -που δεν τις χτενίζουμε τις μπούκλες- στο υπόλοιπό τους. Δε φτάνει που φαίνεται να φτιάχνει έναν και μόνο άνθρωπο από όλους μας, με τέτοια μαλλιά, μας περνάει και μια διαγραφή. Μας κρατάει σημειώσεις, μια λέξη για τον καθένα, τόσο είμαστε, μια λέξη που τη σβήνει με το ίδιο μελάνι που μας έγραψε.

Θα δεις τι θα πάθεις, της είπα και πάλι δεν τα κατάφερα. Κάθισα και έγραψα τόσα. Και εγώ για εκείνη έμεινα μια λέξη, που έγραψε και έσβησε με μαύρο στυλό, να κάνω μάλλον το κομμάτι από έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει, σε ένα τετράδιο, που στήριζε στα πόδια της, ένα πρωί που μοιραστήκαμε ένα βαγόνι τρένου.


Σ’ αυτόν τον υπόγειο δεν έχει κενό. Μεταξύ συρμού και αποβάθρας, δεν έχει. Δηλαδή και να θες να πέσεις, δεν σε αφήνουν. Health and safety φάση. Αν γράψει μια λέξη για το σταθμό και μια για το συρμό, ελπίζω να ‘ναι μια και να ‘ναι αυτή. Αυτή που δεν υπάρχει. Κενό. Έτσι, για να μπορούμε να πέφτουμε.  

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

κουνούπια νοσοκομειακά

Έτρωγε μόνο μπιφτέκια νοσοκομειακά και μακαρόνια νερόβραστα. Αδύνατος και εύθραυστος. Μισός από μένα μέχρι το λύκειο. Τον βάζαμε στην καρέκλα εκείνη, στη θέση του τραπεζιού που δε χωρούσε να περάσει εκτός κι αν σηκωνόταν κάποιος. Και εκείνος όσο και αν μεγάλωνε περνούσε κάτω από το τραπέζι, βρισκόταν στα πόδια μου και έκανε αγώνα για να πιστέψουμε ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να βρεθεί στην τουαλέτα. Έμενε εκεί ένα λεπτό, όρθιος μάλλον να κοιτά το νερό στη λεκάνη και τραβούσε το καζανάκι. Έβγαινε λέγοντας μου πέρασε χωρίς κανείς να τον ρωτήσει. Η μάνα μου ζητούσε να γυρίσει στο τραπέζι και εκείνος έλεγε πως τώρα δε χωράει να περάσει και θα πρέπει κάποιον να σηκώσει.

Κλεινόταν μετά το φαγητό στο δωμάτιο του να διαβάσει και έβγαινε στα είκοσι λεπτά. Εξουθενωμένος, να κρατάει το κεφάλι του γκρινιάζοντας ζαλίστηκα. Μάζευε μύγες ζωντανές σε βαζάκι μαρμελάδας και έφτιαχνε φάρους με χαρτόνι από εξώφυλλα βιβλίων. Λαμπάκι που ξήλωνε από φακούς και ένωνε κάτι μικρά καλωδιάκια στους πόλους μπαταρίας και εκείνοι άναβαν.

Δεν θυμάμαι να μοιραστήκαμε πολλά εκτός από ότι μοιραστήκαμε τα πάντα. Την πιο τρυφερή κουβέντα που μου χάρισε ακόμα τη θυμάμαι.

Αυτός σε στεναχώρησε; Να του αμολήσω μια να ψοφήσει από τη βρώμα;

Κατακαλόκαιρο, μες το μεσημέρι να ανεβαίνουμε την ανηφόρα του ξενοδοχείου κλίση 25% για 200 μέτρα συνεχόμενα, να βοηθήσουμε τη μάνα μας. Θυμάμαι κάτι σέρναμε στον τσιμεντόδρομο, μα μάλλον οι σαγιονάρες μας θα ήταν. Εγώ γελούσα και έκλαιγα μαζί για το σπουδαίο λόγο να περνάει αυτός με το ποδήλατο και να μη με κοιτάει.

Την πιο όμορφη κίνηση πάλι σε μια στεναχώρια μου την αφιέρωσε. Σκότωσε το κουνούπι που με τσίμπησε και το πιασε απ’ το πόδι. Μου το φέρε στη μούρη και με ρώτησε όλο αγωνία

Το δικό σου είναι;

Τη φάτσα του θυμάμαι, τη στεναχώρια όχι. Και μέσα από τα δάκρυα έκανα πως σιχαίνομαι ένα μικρό κουνούπι.

Τώρα προσπαθεί να φάει μπιφτέκια νοσοκομειακά και μακαρόνια νερόβραστα. Λιώνει και λιώνεται από το μισό ολόκληρό του που μεγαλώνει μες στα πόδια τους. Βάζει στο πάτωμα το λαπτοπ και με αφήνει να χαζεύω το μικρό να προσπαθεί να μπουσουλίσει, μα ακόμα πάει με την όπισθεν. Μου τον παρουσιάζει ότι κάνει τα καλύτερα λες και θα τον αγοράσω και ενδιάμεσα πετάει και ένα

Καλά έκανες που έφυγες.

Και ύστερα τον σηκώνει ψηλά να δω πόσο μεγάλωσε αφού πια δε χωράει να φαίνεται ολόκληρος μπροστά από την οθόνη.

Έχει τα πιο όμορφα χείλη που θα υπάρξουνε ποτέ. Και αυτό γιατί εγώ τον έσπρωξα επάνω στο παιχνίδι και έπεσε στο τραπέζι του καθιστικού. Και μπήκε το δοντάκι του και φούσκωσε. Και από τότε έτσι παραμένει από τη δεξιά μεριά.

Μακριά πολύ μακριά, ελπίζω να κοιμάται τώρα και όχι να ξαγρυπνά με κλάματα. Το τελευταίο πράγμα που ίσως θα σκεφτεί να είμαι εγώ. Μα αν του το ζητούσα, που δεν θα χρειαζόταν, άπειρα όχι ένα κουνούπι στα πόδια μου θα έφερνε και όλο τον κόσμο θα άφηνε ξερό για να μπορεί και πάλι να μου πει:


Γιατί κλαις μικρή αφού γελάς;

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

αφύπνιση και αναβολή

Κάποιος είχε ξεχάσει τα στόρια ανοιχτά και σίγουρα ήταν ο ίδιος. Το μαξιλάρι όρθιο στο προσκεφάλι τιμωρία μπας και γλιτώσει τον πονοκέφαλο των τελευταίων ημερών. Το δεξί του μάγουλο ένα με το εφηβικό του στρώμα. Ένα καλοκαιρινό πάπλωμα μπερδεμένο μισό στα πόδια του, μισό στο πάτωμα. Όσο μπορούσε να θυμηθεί, ξάπλωσε με φανελάκι και τώρα ένιωθε πάνω του μόνο το μποξεράκι.

Έκανε να ανοίξει τα μάτια του. Το ένα έμεινε στριμωγμένο και κλειστό ανάμεσα μύτη σεντόνι. Το άλλο ανοιχτό στα τρία τέταρτα την είδε όρθια μπροστά από το παράθυρο. Το φως που έμπαινε και κατάφερνε να διαπεράσει την κουρτίνα, την έκανε μαύρο περίγραμμα, στεφανωμένο θολό πρωινό φως σε θολό πρωινό μάτι.

Δευτερόλεπτα μετά, χωρίς να το ανοιγοκλείσει άρχισε να βλέπει με λίγο φως μέσα από το μαύρο περίγραμμα του κορμιού της. Έχει μαζέψει τα μαλλιά της σαν να ετοιμαζόταν να τα δέσει, αλλά τα κράτησε στη χούφτα του ενός χεριού. Πέρασε το άλλο στο σβέρκο της και άρχισε να τον χαϊδεύει περνώντας το λίγο μπροστά στο λαιμό της και γέρνοντας το κεφάλι απ’ την αντίθετη. Χάδι μασάζ, περνούσε τα δάχτυλα πιέζοντας τον εαυτό της. Περίμενε να πάρει το χέρι της από το σβέρκο και άρχισε να μετράει σπονδύλους στην πλάτη της. Τους έβγαλε τόσους, όσους την τελευταία φορά που τους μέτρησε. Έφτασε στη μέση της και ένιωσε να λαχανιάζει ανεβαίνοντας στους γλουτούς της. Έμεινε λίγο στις ατέλειές της και διαπίστωσε ότι όντως πάχυνε λιγάκι, τόσο μόνο ώστε να την αφήνει να γκρινιάζει γλυκά. Έχωσε το βλέμμα του ανάμεσα στα πόδια της, καθόλου φως δεν κατάφερνε να φωτίσει το μικρό κενό που άφηναν ενωμένα. Ήθελε να γινόταν από εκεί να μπορεί να μπει ολόκληρος μέσα της.

Προσπάθησε να ανοίξει το υπόλοιπο ένα τέταρτο από το ελεύθερό του μάτι, γαμώτο να σε δω καλύτερα, μα δεν τα κατάφερε. Έκλεισε και αυτό. Έστριψε και έτριψε το πρόσωπό του στο στρώμα, ανασηκώθηκε στους αγκώνες και άνοιξε να τη δει ξανά, μα δεν ήταν εκεί.

Έπρεπε να είναι Μάιος στην εποχή και όχι μόνο στα χαρτιά. Την προηγούμενη όμως έκανε ανυπόφορη ζέστη, ενώ από την πιο προηγούμενη το μπουφάν του ακόμα στην πλάτη της καρέκλας. Έπρεπε εκείνη να είναι εκεί. Εχθές τη θυμάται να μοιράζεται το μονό του κρεβάτι, να ανεβάζει τα στόρια, να ανοίγει το παράθυρο στις τέσσερις τα ξημερώματα, να παίρνει το τασάκι από το δωμάτιο, να απομακρύνει τα κουτάκια από τις μπύρες να μην της μυρίζουν.

Θυμάται και το μήνυμα κάτι μέρες πριν.

Έρχομαι. Αύριο.

Το κινητό άρχισε να χτυπά, να του ζητά να σηκωθεί. Πάτησε αναβολή και άνοιξε το φάκελο με τα εισερχόμενα.

Θα αργήσω πολύ να έρθω.

Αναβολή και το κινητό βρέθηκε στη γωνία του τοίχου με το πάτωμα κάτω από το παράθυρο. Κομμάτια στο σοβατεπί. Εκεί που έπρεπε να είναι τα πόδια της. 

Τι διάολο κάνεις κάθε στιγμή στο κεφάλι μου...

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

το πιο ό,τι να ναι lost ποστ

Είναι γεγονός ότι είμαι ανάποδος άνθρωπος. Είναι γεγονός επίσης ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ανάποδοι.

Κουρασμένη, άυπνη, πιασμένη παντού, στεναχωρημένη, απογοητευμένη. Ήθελα να βρω να ακούσω κάτι να γίνω χειρότερα, αν όχι μόνο να συνοδέψω το ό,τι νιώθω. Και το youtube με κοροϊδεύει. Και εγώ κάνω το σωστό και το πατάω.



Και θυμάμαι ένα γκόμενο που είχα και έμοιαζε στον τραγουδιστή. Στο στομόχειλο που λέει και η μάνα μου. Ή νομίζω ότι έμοιαζε. Ή νομίζω ότι τον είχα γκόμενο, αλλά έμοιαζε. Ή ήθελα να νομίζω ότι έμοιαζε, όπως ήθελα να νομίζω ότι τον είχα γκόμενο. Σιγά μη θυμάμαι. Σιγά δηλαδή που δε θυμάμαι.

Και θυμάμαι και άλλα πολλά που θα μπορούσα να τα γράψω, αλλά θα ‘θελες.

Και νιώθω και άλλα πολλά που θα μπορούσα να τα γράψω, αλλά εκεί είναι που θα ‘θελες.

Να βγω στους δρόμους και να παίζει αυτό. Όχι σε ακουστικά. Παντού. Γιατί να μην παίζει κάτι σαν αυτό; Και δώστου

I just got lost

Και να είσαι και να νιώθεις και να φαίνεσαι . Πιο lost κι από lost

Γιατί αυτοί που βρέθηκαν τι κατάλαβαν;

Και γιατί αυτά που αξίζουμε να μη βλέπουμε ότι είναι τα πιο γαμάτα;

No better and no worse.

Και γιατί είναι τρεις στην Αγγλία και μοιάζει σαν πέντε στην Ελλάδα;

Και γιατί να ψάχνω επειδή;


Ε; Γιατί; 

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

μιας και μιλάμε για νούμερα

Στο χολ, ακριβώς δίπλα από την κάσα της πόρτας του υπνοδωματίου της μάνας μου ένα σκυριανό καρεκλάκι και ένα τραπεζάκι με στραβά πόδια. Πάνω ένα σεμεδάκι σταυροβελονιά σκυριανό και αυτό, τοποθετημένο έτσι ώστε οι γωνίες του στις τέσσερις πλευρές του τραπεζιού να δείχνουν το πάτωμα. Πάνω από το σεμέν ένα τηλέφωνο γκρι αναλογικό και ένα μικρό πήλινο βαζάκι, με σκυριανά σχέδια, που χωρούσε ένα κλωναράκι. Φρέσκο νερό και ένα κλαράκι. Ένα ανθάκι γιασεμί ή νυχτολούλουδο, που έκανε όλο το σπίτι να μοσχοβολά. Κάθε φορά που ήταν να μιλήσω καθόμουν στο καρεκλάκι και τέντωνα τα πόδια μου, έβαζα τις πατούσες μου απέναντι στον τοίχο. Αποτυπώματα.

Ένα από τα όνειρα που βλέπω συχνά είναι ότι στέκομαι μπροστά απ' αυτό το τραπεζάκι. Με πολύ έντονο το αίσθημα του πανικού προσπαθώ να καλέσω κάποιον. Το ακουστικό απελευθερώνεται από το υπόλοιπο σώμα του τηλεφώνου κάνοντας κλικ και το νιώθω κρύο στο αυτί μου. Το τουτ τουτ, πεντακάθαρο τρυπάει τον εγκέφαλο μου. Τα χέρια τρέμουν και ψάχνουν τα νούμερα. Γύρω στις εννιά με δέκα φορές, έχω σφηνώσει το δείκτη μου στην τρυπούλα, διαλέγοντας με προσοχή το νούμερο και περιμένω, ιδρώνοντας ανάμεσα στο στήθος, να ολοκληρώσει την κίνησή της και να τοποθετηθεί στο νούμερο που της αντιστοιχεί. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν ατελείωτα. Η περιστροφή αφόρητα αργή και ο ήχος το πιο άσχημο θρόισμα που έχω φανταστεί ποτέ μου. Τρέμω μην κάνω λάθος και χρειαστεί να ξεκινήσω απ' την αρχή. Στο τελευταίο νούμερο βάζω το δάχτυλό μου στην τρύπα που από κάτω έχει ένα κιτρινισμένο μισοξεκολλημένο χάρτινο μηδέν. Τη στιγμή ακριβώς που έχω ολοκληρώσει την κίνηση και αυτό έχει αρχίσει να επιστρέφει στη θέση του, διαπιστώνω ότι δεν έπρεπε να πάρω το μηδέν. Νιώθω σαν να έχω κάνει το πιο ανεπανόρθωτο λάθος και βάζω το δάχτυλο στο κουμπάκι. Με τρόμο το πατάω και το ξαναπατάω και αυτό κάνει επαναλαμβανόμενα κλικ. Στο αυτί μου όμως ακόμα ακούω την περιστροφή του μηδέν που ολοκληρώνεται. Αντί να ακουμπήσω το ακουστικό στο τηλέφωνο συνεχίζω τα επαναλαμβανόμενα κλικ. Την ώρα που ακούγεται σε όλο το δωμάτιο, σαν από ηχεία, στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…, ξυπνάω και αρπάζω το κινητό που βρίσκεται δίπλα μου. Και πάντα σε εκείνον τον επόμενο τόνο η ώρα είναι κάπου στις 4,30 ξημερώματα, ακριβώς.


Στον ξύπνιο μου, είναι κάποιες φορές που πατάω το κόκκινο κουμπί επειδή ακριβώς πήρα όλα τα νούμερα σωστά.

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

και οι βουτιές με το κεφάλι

Στο Ρίχτη έφταναν τα καραβάκια και φόρτωναν κάρβουνα. Από τη μέσα μεριά.

Στο Ρίχτη έφτανα και εγώ και έκανα βουτιές. Από την έξω μεριά.

Όχι πάνω από τα σίδερα. Από κάτω στο τσιμεντάκι. Με ένα σκοινί σκαρφάλωνα τη θάλασσα. Σκοινί χοντρό σαν κάβο, αυτό που δένουν τα καράβια. Αυτό που μόνο μου λεγε ο πατέρας μου να το προσέχω.

Μακριά από τον κάβο όταν δένει το καράβι και όπου θέλεις πήγαινε.

Μισοί φτάναμε κολυμπώντας. Μισοί τρέχοντας με τα πόδια να πατάνε στις μύτες τα καυτά βότσαλα που ξεπρόβαλαν από το τσιμέντο. Σαν αναστενάρηδες χωρίς τα κάρβουνα και με μαγιό.

Από τα ρηχά ο μόλος είχε βράχους με ονόματα.



Ο πρώτος. Για να ξεπλένεις τα πόδια σου από την άμμο φεύγοντας και να φοράς τις σαγιονάρες.

Ο δεύτερος και ο τρίτος ένα σώμα. Για τις γιαγιάδες και τους παππούδες. Μέχρι το γόνατο νερό, μετά θα έβρεχαν τους ώμους και το στήθος τους με χούφτες απ’ τα χέρια τους.

Ο τέταρτος για μια οικογένεια και τα μισά απ’ τα πράγματά τους. Οριακά πάτωναν τα δεκάχρονα.

Ο πέμπτος και ο έκτος, δίπλα δίπλα, ανισόσταθμα. Συνήθως άδειοι γιατί δεν είχαν πρόσβαση καλή.

Ο όγδοος. Δικός μας. Στα από 17 έως 20 χρονών. Στο 2,20 το νερό. Για βουτιές και μόνο. Με το κεφάλι, με τα πόδια, μπόμπες. Με τις κοιλιές, τις πλάτες και τα άουτς που πήγαιναν μαζί. Με βαθμολογία. Θυμάμαι τον αδερφό μου να παίρνει φόρα και στον αέρα να χτυπά παλαμάκια, μετά τα μπούτια με τα δύο του χέρια, να τα τεντώνει μπροστά και να πέφτει με το κεφάλι.

7, γύρισαν τα πόδια σου πέφτοντας, πέταξες νερά. Άλλος.

Πιο κει ο Αλέξης μετρούσε πατητές στο κεφάλι της Τζένης. Πενήντα ακατέβατες.

Σαν το παιχνίδι με τους πιγκουίνους ήμασταν. Στη σειρά να ανέβουμε, μα δεν είχε σκάλες, και μετά να πέφτουμε, όχι από την τσουλήθρα.


Και όταν βαριόμασταν στα ρηχά φεύγαμε για το Ρίχτη. Και όταν βαριόμασταν το Ρίχτη φεύγαμε για το φάρο. Να πάμε από τον πράσινο στον κόκκινο ποτέ δεν καταφέραμε και ας θέλαμε. Μέχρι τα μισά σχεδόν και πάλι πίσω βλέποντας από μακριά μια τράτα, ένα καΐκι ή το καράβι.  

Θυμάμαι μια φορά που έκανα τόσο καλή βουτιά με το κεφάλι από το Ρίχτη, τόσο κατακόρυφη, χωρίς ούτε μια σταγόνα να πετάξω, μου είπανε μετά, και έφτασα τόσο βαθιά που ανεβαίνοντας χτύπησα δεξιά το κόκαλο της λεκάνης μου σε ένα βράχο. Ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται, την ήδη κρατημένη απ’ τη βουτιά καθώς συμμάζευα το πάνω και το κάτω απ’ το μαγιό μου. Βγήκα στην επιφάνεια και πήρα μια απ’ της καλύτερες βαθιές ανάσες μου. Μετά καθώς ανέβαινα από το σκοινί για την επόμενη, είδα σταγόνες αίμα να ποτίζουν τη θάλασσα. Ήθελα να το ‘χω αυτό το σημάδι ακόμα, μα θυμάμαι την ανάσα και αρκεί.

Κάτι άλλες απ’ τον όγδοο, έβγαινα με τα μαλλιά γεμάτα άμμο και μια ελαφρά ζαλούρα, γιατί δεν ένιωσα να γυρίσω τα χέρια μου νωρίς και έσκαγα στο 2,20 με φόρα. 

Ακόμα, αν βρω κάπου ψηλά, θα ανέβω για να πέσω. Με το κεφάλι. Βουτιά. Και ας βγω με άμμο στα μαλλιά και σημάδια στο σώμα μου. Την ανάσα μετά από αυτό θα τη θυμάμαι πάντα. 

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

σαν τα καπάκια στην άσφαλτο


Κάπου εδώ ήταν που ξεκινούσε. Τα βράδια της Παρασκευής γύρω στις 8.

Πάω στο μαγαζί.

Πάρε μπουφάν.

Δεν κρυώνω.

Μέχρι τις 9,30 την είχα πάρει τηλέφωνο να μου κατεβάσει το τζιν.

Το μαγαζί, εστιατόριο, ταβέρνα, καφενείο. Ακόμα στον κόρφο της γιαγιάς μυρίζω καλαμαράκια τηγανιτά και σαγανάκι μύδια. Τα χέρια μουλιασμένα με χαϊδεύουν χωρίς να έχουνε συνέλθει από τα πιάτα που έπλυνε. Το στομάχι της χορτάτο από τα αποφάγια που ‘χει πετάξει στα σκουπίδια.

Βγαίνοντας από το μαγαζί, το αριστερό τραπέζι ήταν δικό μας. Ας γέμιζε το έξω και το μέσα κάποτε, το πεζοδρόμιο δεξιά και αριστερά από την πλατεία. Πάνω από το μόνιμα στεγνό φρεάτιο, με τα αμέτρητα καπάκια από τις μπύρες και τα αναψυκτικά, τη σιδερένια σχάρα με τις εικοσάρες μπετόβεργες, το τραπέζι μας. Τέσσερις καρέκλες, δύο και δύο, δεξιά και αριστερά, να κοιτάνε στο δρόμο όλες, η μία πίσω από την άλλη σαν θέσεις λεωφορείου. Ένα τασάκι βρώμικο, πάντα γεμάτο αποτσίγαρα και ένα πεντακάθαρο, γεμάτο καπάκια. Δύο πακέτα τσιγάρα ASSOS και ένας λευκός αναπτήρας. Στις 8,30 ακριβώς η Βουλγάρα συμπλήρωνε έναν ελληνικό μονό γλυκύ βραστό. Ο θείος μου πάρκαρε το αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά ένα λεπτό μετά. Ρουφούσε δύο τσιγάρα και κάπνιζε τους ατμούς απ’ τον καφέ. Μετά γυρνούσε το κεφάλι του και μιλούσε στο μαγαζί. Ζητούσε ένα παγάκι, το έριχνε μέσα και τον έπινε σε μια γουλιά. Παρά είκοσι είχε σηκωθεί και καθόμουν εγώ εκεί. Πριν αρχίσει να πλακώνει ο κόσμος μετρούσα τα ανοιχτήρια. Αν είχαμε ξεμείνει με ένα δύο τα κρατούσα εγώ και όποιος περνούσε από την πόρτα άνοιγα τα μπουκάλια. Αλλιώς τα μοίραζα σε κωλότσεπες μαζί με τα μπλοκάκια.

Έβαζα τα πόδια μου στο ξύλο της καρέκλας μπροστά μου, έσπρωχνα και σήκωνα τη δική μου στα πίσω δύο πόδια της και έκανα μπροστά και πίσω. Κάθε τόσο η γιαγιά έβγαινε στην πόρτα της κουζίνας με μια κουτάλα στο χέρι και πελτέ σε ένα από τα δύο χέρια, που ανακούφιζε ένα καινούργιο κάψιμο. Θα πέσεις και θα χτυπήσεις το κεφάλι σου, έλεγε στον ξάδερφό μου που περνούσε το δρόμο. Θα σε πατήσει κανένας έτσι όπως περνάς το δρόμο, φώναζε κουνώντας την κουτάλα σε μένα που έκανα κούνια στην καρέκλα. Έκλεινε την πόρτα και έβαζε μια τηγανιά πατάτες με το ένα και με το άλλο γυρνούσε τα ψάρια στη σχάρα.

Γύρω στις 11 παρά περνούσε εκείνος. Κοιτούσε μέσα να με βρει, συνηθισμένος από το χειμώνα.

Μικρή ο δικός σου. Πες του ρε μύρισε καλοκαίρι, έξω κάθεσαι. Ο άλλος ξάδερφος μου πετώντας καπάκια στην άκρη το δρόμου.

Στο δεύτερο πέρασμα με είχε εντοπίσει. Στο τρίτο έκανε πως δεν κοιτάει. Πέντε λεπτά μετά ανασηκωνόμουν στην καρέκλα να διακρίνω τον κουραμπιέ του (έτσι λέγαμε τα άσπρα αυτοκίνητα) παρκαρισμένο σε κάποια άκρη του δρόμου.

Από τις 12 παρά τους ρωτούσα αν θα βγούμε. Δύο ξαδέρφια και τον αδερφό μου.

Αν βγουν τα αγόρια θα βγεις. Αλλιώς σπίτι.

Τα καπάκια στην άκρη του δρόμου χώνονταν από τα αυτοκίνητα και τη ζέστη σιγά σιγά στην άσφαλτο. Τα χάρτινα τραπεζομάντιλα λιγόστευαν στην κούτα. Οι φουσκάλες στα πόδια του αδερφού μου έσκαγαν και τα μπούτια του εύσωμου ξάδερφού μου συγκαίονταν. Η γιαγιά ανέβαινε να κοιμηθεί στη 1, γιατί είχε από τις 5 την επόμενη, ποια επόμενη, την ίδια δηλαδή  να ετοιμάσει τα μαγειρευτά.

Το μαγαζί το κλείναμε εμείς. Γύρω στις 2,30. Μετά έκαναν μπάνιο και βγαίναμε. Παρασκευή και Σάββατο για αρχή, στα τέλη Ιουνίου κάθε μέρα.


Τα αγόρια μου, τον αδερφό και τα ξαδέρφια μου δηλαδή, τα καλοκαίρια μαζί τους, σαν τα καπάκια στην άσφαλτο τα έχω μέσα μου. Και κάπου εδώ ήταν που ξεκινούσαν.