Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

three last words

 
don't cry now, cause you're so much better off 

Την τελευταία φορά που είδε κάτι από εκείνη ήταν η όψη της πλάτης της να περπατάει την κατηφόρα. Όσες φορές και αν στάθηκε μετά από εκείνη τη μέρα στο ίδιο σημείο ο δρόμος ήταν άκλιτος, ολόισιος, άκαμπτος, ίδιος η πλάτη που τον περπάτησε. Το "θέλω να σου εξηγήσω" του και το "τι να μου εξηγείς και εσύ τώρα" της, στράβωσαν το οδόστρωμα και την ανάγκασαν να ακολουθήσει μια διαδρομή που φθήνει.

Γιατί ήθελε να της πει -και της είπε- ότι θα είναι καλύτερα χωρίς. Όταν το χωρίς μετριέται χωρίς να αναμετριέται είναι το αντίθετο από το καλύτερα. Γιατί της είπε ότι μακριά θα καταφέρει. Όταν η απόσταση ανάμεσα, ορίζεται ακόμα στις μονάδες μέτρησης του κοντά και μακριά, το αμοίραστο κατάφερα θα γίνεται δεν. Γιατί το να της ζητάει να μην κλαίει, αν δε φαινόταν εύκολο, τουλάχιστον φαινόταν εύκολα κατορθωτό από τη μεριά του δρόμου που εκείνος στεκόταν.

Γιατί ό,τι περισσότερο κι αν είχε να της πει ήταν αφαιρετικό, λιγότερο. Γιατί κατάφερε να πει εκείνη τις τρεις τελευταίες λέξεις.

"θα φύγω τώρα"

Και από τότε νιώθει ότι ποτέ δεν έφυγε από εκείνο το δρόμο. Και εκείνη εξακολουθεί να περπατάει στο φύγω με πλάτη, σαν να μην κατευθύνθηκε ποτέ στο έλα ή και αν το έκανε πάλι με την πλάτη το βάδισε. Και σαν καρφωμένος στο ίδιο σημείο περιμένει εκείνη να φτάσει σε απόσταση που να μπορεί έστω ελάχιστα να τον ακούσει, έστω η πλάτη.

"Και αν κάτι θέλω να σου εξηγήσω είναι πως ο δρόμος, από εκεί που έφευγες, έχει γίνει ανηφόρα που την περπατάω ανάποδα. Και να σου πω τις τρεις τελευταίες λέξεις που ήθελα, εκείνο το καλύτερα χωρίς εμένα. Να προσπαθήσω να στο μεταφράσω στη γλώσσα. Παραλείποντας το είσαι, να μετατρέψω το βέλτιστο σε χείριστο και να αντιστρέψω στο εσένα το εμένα. Κι αν καταφέρω τη μετάφραση, να καταργήσω τους δρόμους και κάθε εξήγηση να στη δώσω, πάνω στη γλώσσα”.

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

εβδομήντα δύο μέρες το ίδιο



εβδομήντα δύο πρωινά πριν ξυπνήσει το νερό στο πρόσωπό του τις έβλεπε δύο. δευτερόλεπτα μετά και αφού είχε ξυπνήσει, διαπίστωνε ότι ήταν μια στον καθρέφτη και μια στην πραγματικότητα. το μαύρο λαστιχάκι που κρατούσε τα μαλλιά της, έμενε να κρατάει πεισματικά σφιχτά μια μοναδική τρίχα, μισή περασμένη σαν ελατήριο αγκαλιαστά στο σώμα του. ευδιάκριτο στρώμα σκόνης ακαθόριστου σχήματος περίκλειε την τρίχα και το λάστιχο. δεν ήταν ότι δεν καθάριζε συχνά, ήταν που από μόνη της εκεί το είχε αφήσει την τελευταία φορά που της ζήτησε να της λούσει τα μαλλιά και δεν τον άφησε. την άφησε εκείνος όμως να γδυθεί μόνη της και πρόλαβε μονάχα να τη δει λίγο κρυφά ξαναπερνώντας έξω από το μπάνιο πριν τον δει και κλείσει και την πόρτα.

αντί να εξασθενεί η ανάμνηση εξασθενούσε αυτός. γινόταν όλο και πιο αδύναμος στην ανάμνηση. αδύναμος και αδύνατος. τρίχα από τα μαλλιά της που είναι έτοιμη να σπάσει στο βάρος του θυμάμαι. 

την είχε πετύχει σε συνάντηση κινηματογραφικού πλάνου με μόνη διαφορά ότι από τους ηθοποιούς μόνο εκείνη ήταν όμορφη. το κρύο τη βοήθησε να κρατήσει βαθιά τα δάχτυλα στις τσέπες ώστε να μη του αφήσει ούτε τον τυπικό χαιρετισμό. μα αν τα έβγαζε δεν θα τα άφηνε αυτός στιγμή από το στόμα. και σαν να άκουσε τη σκέψη του, εκείνη έσκυψε και εκείνος νόμιζε πως είδε στο κεφάλι της εκείνο το κενό που είχε αφήσει η τρίχα που κρατάει ανέγγιχτη στο μπάνιο και αμέσως τρόμαξε μηπώς μια μέρα τη ζητήσει πίσω.

τον ρώτησε τι κάνει. είπε καλά, μ' αυτός δε ρώτησε το ίδιο.

''αν με είχες αφήσει να σου λούσω εκείνη τη μέρα τα μαλλιά δεν θα 'τανε το ίδιο''

κι εκείνη έβγαλε από τη ζεστασιά το χέρι και το ακούμπησε στο μάγουλο ακόμα πιο ψυχρά απ' τον αέρα.

''το ίδιο θα ΄τανε''

κι ύστερα άρχισε να περπατά μπροστά. και πέρασε. ούτε από τα δεξιά, ούτε από αριστερά, μα από μέσα του. και ήταν η πρώτη τους φορά, που ενώ ο ένας έμπαινε στον άλλο, αυτή η πράξη, τον άφηνε. το ίδιο.